Τρέχον Project

Το νέο εγχείρημα του Infographics Project, αφορά την ποιότητα ζωής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ε.Ε.), η οποία ορίζεται σύμφωνα με την Britannica ως ο βαθμός στον οποίο ένα άτομο είναι υγιές και μπορεί να συμμετέχει στα δρώμενα της ζωής . Το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για την ποιότητα ζωής ξεκίνησε να ανέρχεται μετά το πέρας του Β’ παγκοσμίου πολέμου, όπου υπήρχε αυξανόμενος βαθμός ευαισθητοποίησης και αναγνώρισης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ποιότητα ζωής αξιολογείται με την χρήση δύο διαφορετικών τρόπων μέτρησης. Πιο συγκεκριμένα, η ποιότητα ζωής εκτιμάται αντικειμενικά μέσω της χρήσης οικονομικών, κοινωνικών και υγειονομικών δεικτών και υποκειμενικά μέσω άντλησης δεδομένων από ερωτηματολόγια. Στο «Infographics Project – Quality of Life», θα αναλυθούν τόσο οι αντικειμενικοί δείκτες, όσο και η οπτική των πολιτών της Ε.Ε. σχετικά με τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και της υγείας, βάσει των οποίων εκτιμάται η ποιότητα ζωής τους. Η ανάλυση θα εστιάσει στην συγκριτική πορεία και θέση της Ελλάδας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε., ενώ μέσω αυτής θα αναδειχθούν και τα περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση ως προς την ποιότητα ζωής των Ευρωπαίων πολιτών.

Στο πρώτο τεύχος θα αναλυθεί η ποιότητα της εργασίας, μέσα από τους εξής δείκτες: “Βαθμός ικανοποίησης του πληθυσμού εργαζομένων από την εργασία του” (‘’Job Satisfaction’’), “Εβδομαδιαία εργασία των μισθωτών εργαζομένων” (“Employees Long Working Hours”), “Διαφορά των ωρών εργασίας μεταξύ μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων” (‘’Self-employed persons with employees (employers) Long working Hours’’) και “Αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων (εξαιρουμένων των ατόμων που κάνουν την πρακτική τους)”.
Ο δείκτης “Βαθμός ικανοποίησης του πληθυσμού εργαζομένων από την εργασία του” αποτυπώνει το ποσοστό του πληθυσμού του εκάστοτε κράτους-μέλους της Ε.Ε., το οποίο κατατάσσει την ικανοποίησή του από την εργασία του ως Υψηλή, Μέση και Χαμηλή. Για το 2018, η Ελλάδα, κατέγραψε στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της που βρίσκεται σε εργασία, μέτρια ικανοποίηση με ποσοστό 58,3%, ενώ η χώρα εμφάνισε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό χαμηλής ικανοποίησης του πληθυσμού της ως προς την επαγγελματική του κατάσταση, με ποσοστό 29,6% και παράλληλα το χαμηλότερο ποσοστό υψηλής ικανοποίησης, στο 12.1%, σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φινλανδία υπήρξε η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού [41,4%] που αξιολογούσε την ικανοποίηση από την εργασία του ως υψηλή, ενώ αντιθέτως η Βουλγαρία κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό χαμηλής ικανοποίησης στην Ε.Ε. με ποσοστό 36.6%. Αναφορικά με το σύνολο της Ε.Ε., το μεγαλύτερο ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού της , κατέγραψε μέτρια ικανοποίηση στον τομέα της εργασίας, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στο 58,5%, ενώ υψηλή ικανοποίηση στον δείκτη αυτό κατέγραψε το 24,6% του συνόλου της .
Ο δείκτης “Employees Long Working Hours” αναφέρεται στο ποσοστό των μισθωτών εργαζομένων που εργάζονται εβδομαδιαίως, στην κύρια εργασία τους, για τουλάχιστον 49 ώρες. Το 2020, η Ελλάδα κατέγραψε το 8ο υψηλότερο ποσοστό [4,5%], σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., παρουσιάζοντας όμως μείωση από το 2015 κατά 31,82%. Η Κύπρος ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό στον δείκτη αυτό, με ποσοστό 8,5%, ενώ οι Κάτω Χώρες σημείωσαν το μικρότερο ποσοστό της τάξεως του 0,3%. Όσον αφορά τις μεταβολές από το έτος 2015 μέχρι το 2020, η Ουγγαρία ήταν εκείνη που κατέγραψε την μεγαλύτερη μείωση, κατά 61,11%, από 3,6% το 2015 στο 1,4% το 2020, ενώ τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασε η Λιθουανία, με αύξηση ύψους 50%. Στο σύνολο της η Ε.Ε. για το έτος 2020 κατέγραψε ποσοστό στον εν λόγω δείκτη ύψους 3,8%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015 το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 4,9%, οπότε παρατηρείται μια σημαντική μείωση της τάξεως του 22,45%.
Η Ελλάδα, το έτος 2020, στο δείκτη που καταγράφει την διαφορά των ποσοστών των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών εργαζόμενων, που εργάστηκαν το 2020 κατά μέσο όρο τουλάχιστον 49 ώρες, σημείωσε ποσοστό στο 47,2%, με τους αυτοαπασχολούμενους να εργάζονται σε ποσοστό 51,7% και τους μισθωτούς σε ποσοστό 4,5%. Το Βέλγιο είχε τη μεγαλύτερη διαφορά στον εν λόγω δείκτη, αφού οι αυτοαπασχολούμενοί του κατέγραψαν ποσοστό εργασίας 59,6% ενώ οι μισθωτοί, ποσοστό 4%. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Ε.Ε. εν συνόλω, κατέγραψε αντίστοιχα ποσοστά της τάξεως του 43,8% για τους αυτοαπασχολούμενους και 3,8% ως προς τους μισθωτούς.
Ως προς το δείκτη που αναφέρεται στην αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων (εξαιρουμένων των ατόμων που κάνουν την πρακτική τους), το έτος 2018 η Ελλάδα σημείωσε ποσοστό 19,65%, παρουσιάζοντας πτώση από το 2014, γεγονός που την κατέταξε στην 9η μεγαλύτερη θέση συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ενώ η Ε.Ε. συνολικά είχε αντιστοίχως ποσοστό της τάξεως του 15,22%.
Συνοψίζοντας, για τα αναφερόμενα έτη, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων αξιολογεί την εργασία του ως μέτρια, ενώ σημαντική εμφανίζεται και η διαφορά των ωρών εργασίας μεταξύ αφενός των μισθωτών και αφετέρου των αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι η Ελλάδα κατατάχθηκε σχετικώς υψηλά ως προς την αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων προς το σύνολο των εργαζομένων της. Στο επόμενο τεύχος που θα δημοσιευθεί στις 5 Μαΐου θα αναλυθεί η κοινωνική παράμετρος της Ισότητας των Φύλων ως παράγοντας της Ποιότητας Ζωής στην Ε.Ε..

Στο τεύχος αυτό θα αναλυθεί ο παράγοντας της Ισότητας των Φύλων με έμφαση στον πυλώνα της εργασίας και παράλληλη εξέταση κάποιων κοινωνικών φαινομένων. Πιο αναλυτικά, θα αναλυθεί η διαφορά μεταξύ της απασχόλησης ανάμεσα στα δύο φύλα, η πιθανότητα ενός νοικοκυριού που αποτελείται από μια γυναίκα να αντεπεξέλθει σε απρόοπτες δαπάνες σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα, τα ποσοστά ανεργίας ανά φύλο όπως και η πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης ανά φύλο. Η εξεταζόμενη περίοδος περιλαμβάνει τα έτη 2015 με 2020 και αναλύονται τα δεδομένα τόσο της Ελλάδας, όσο και των υπολοίπων κρατών μελών της Ε.Ε.
Το 2020, η Ελλάδα κατέγραψε στον δείκτη που αφορά το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων (Gender Employment Gap) 19,4%, δηλαδή την δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων στην Ένωση. Παράλληλα, στο σύνολο της Ε.Ε. υπήρξε ανομοιογένεια στα αποτελέσματα του εν λόγου δείκτη, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 1,7% στην Λιθουανία έως 19,7% στην Ιταλία. Στο σύνολο της Ένωσης, ο εν λόγω δείκτης το 2020 ήταν 11%, παρουσιάζοντας μια ελαφριά μείωση για δεύτερο συναπτό έτος. Από το 2015 έως το 2020, κατά μέσο όρο το ποσοστό στον δείκτη που αφορά το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων (Gender Employment Gap) έχει μειωθεί οριακά στο σύνολο των κρατών της Ένωσης κατά 0,45%, με τις πιο αξιοσημείωτες μειώσεις να είναι η Μάλτα και το Λουξεμβούργο, όπου το εν λόγω ποσοστό μειώθηκε κατά 9% και 4,6%, αντιστοίχως.
Ο δείκτης αδυναμίας αντιμετώπισης απρόοπτων οικονομικών εξόδων ανά τύπο νοικοκυριού (Inability to face unexpected financial expenses by type of household), αναδεικνύει την πιθανότητα ενός νοικοκυριού που αποτελείται από μια γυναίκα να αντεπεξέλθει σε απρόοπτες δαπάνες σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα. Για το 2020 δεν υπάρχουν την στιγμή της συγγραφής δεδομένα για το κράτος της Ιταλίας. Για το σύνολο της Ε.Ε. το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στην Πορτογαλία με 42,14% (όπου για τα νοικοκυριά που αποτελούνται από άντρες το ποσοστό ανερχόταν στο 31,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που αποτελούνται από γυναίκες το ποσοστό ανερχόταν στο 45,2%) και το μικρότερο στην Γερμανία με -4,73% (με 46,5% για τα νοικοκυριά που αποτελούνταν από άντρες και με 44,3% για τα νοικοκυριά που αποτελούνταν από γυναίκες), δηλαδή ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα είναι λιγότερο πιθανό να ανταποκριθεί σε απρόοπτες δαπάνες, σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από μια γυναίκα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το 2020, ο εν λόγω δείκτης βρέθηκε στο 22,4% κατατάσσοντάς την στην 12η θέση στο σύνολο της Ένωσης.
Η πιθανότητα μια γυναίκα να μην εργάζεται σε σχέση με έναν άντρα, το 2020, στην Ελλάδα ήταν 45,59%. Παρά την πτωτική πορεία του εν λόγω δείκτη από το 2018 η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ένωση. Στο σύνολο της E.E., το 2020, μια γυναίκα είναι 8,82% πιο πιθανό να μην εργάζεται σε σχέση με έναν άντρα, με δέκα κράτη όμως να έχουν αρνητική την εν λόγω πιθανότητα. Παράλληλα, η πιθανότητα μια γυναίκα να εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης στην Ελλάδα σε σχέση με έναν άντρα ήταν 84,21%. Η πιθανότητα αυτή ήταν η τετάρτη μεγαλύτερη στην Ένωση, πίσω μόνο από την Ισπανία, την Ιταλία και την Λετονία. Στο σύνολο της Ε.Ε., το 2020, το ποσοστό ήταν 37,29%.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα τα έτη 2019 και 2020 βρέθηκε σε συγκριτικά χαμηλότερες θέσεις από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δείχνοντας όμως κάποια σημάδια βελτίωσης στους εξεταζόμενους δείκτες. Στο επόμενο τεύχος του «Infographics Project – Quality of Life» θα εξεταστούν γενικοί δείκτες που επηρεάζουν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της Ένωσης. Το επόμενο τεύχος αναμένεται να δημοσιευθεί στις 2 Ιουνίου.

Issue I

Στο πρώτο τεύχος θα αναλυθεί η ποιότητα της εργασίας, μέσα από τους εξής δείκτες: “Βαθμός ικανοποίησης του πληθυσμού εργαζομένων από την εργασία του” (‘’Job Satisfaction’’), “Εβδομαδιαία εργασία των μισθωτών εργαζομένων” (“Employees Long Working Hours”), “Διαφορά των ωρών εργασίας μεταξύ μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων” (‘’Self-employed persons with employees (employers) Long working Hours’’) και “Αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων (εξαιρουμένων των ατόμων που κάνουν την πρακτική τους)”.
Ο δείκτης “Βαθμός ικανοποίησης του πληθυσμού εργαζομένων από την εργασία του” αποτυπώνει το ποσοστό του πληθυσμού του εκάστοτε κράτους-μέλους της Ε.Ε., το οποίο κατατάσσει την ικανοποίησή του από την εργασία του ως Υψηλή, Μέση και Χαμηλή. Για το 2018, η Ελλάδα, κατέγραψε στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της που βρίσκεται σε εργασία, μέτρια ικανοποίηση με ποσοστό 58,3%, ενώ η χώρα εμφάνισε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό χαμηλής ικανοποίησης του πληθυσμού της ως προς την επαγγελματική του κατάσταση, με ποσοστό 29,6% και παράλληλα το χαμηλότερο ποσοστό υψηλής ικανοποίησης, στο 12.1%, σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φινλανδία υπήρξε η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού [41,4%] που αξιολογούσε την ικανοποίηση από την εργασία του ως υψηλή, ενώ αντιθέτως η Βουλγαρία κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό χαμηλής ικανοποίησης στην Ε.Ε. με ποσοστό 36.6%. Αναφορικά με το σύνολο της Ε.Ε., το μεγαλύτερο ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού της , κατέγραψε μέτρια ικανοποίηση στον τομέα της εργασίας, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στο 58,5%, ενώ υψηλή ικανοποίηση στον δείκτη αυτό κατέγραψε το 24,6% του συνόλου της .
Ο δείκτης “Employees Long Working Hours” αναφέρεται στο ποσοστό των μισθωτών εργαζομένων που εργάζονται εβδομαδιαίως, στην κύρια εργασία τους, για τουλάχιστον 49 ώρες. Το 2020, η Ελλάδα κατέγραψε το 8ο υψηλότερο ποσοστό [4,5%], σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., παρουσιάζοντας όμως μείωση από το 2015 κατά 31,82%. Η Κύπρος ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό στον δείκτη αυτό, με ποσοστό 8,5%, ενώ οι Κάτω Χώρες σημείωσαν το μικρότερο ποσοστό της τάξεως του 0,3%. Όσον αφορά τις μεταβολές από το έτος 2015 μέχρι το 2020, η Ουγγαρία ήταν εκείνη που κατέγραψε την μεγαλύτερη μείωση, κατά 61,11%, από 3,6% το 2015 στο 1,4% το 2020, ενώ τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασε η Λιθουανία, με αύξηση ύψους 50%. Στο σύνολο της η Ε.Ε. για το έτος 2020 κατέγραψε ποσοστό στον εν λόγω δείκτη ύψους 3,8%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015 το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 4,9%, οπότε παρατηρείται μια σημαντική μείωση της τάξεως του 22,45%.
Η Ελλάδα, το έτος 2020, στο δείκτη που καταγράφει την διαφορά των ποσοστών των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών εργαζόμενων, που εργάστηκαν το 2020 κατά μέσο όρο τουλάχιστον 49 ώρες, σημείωσε ποσοστό στο 47,2%, με τους αυτοαπασχολούμενους να εργάζονται σε ποσοστό 51,7% και τους μισθωτούς σε ποσοστό 4,5%. Το Βέλγιο είχε τη μεγαλύτερη διαφορά στον εν λόγω δείκτη, αφού οι αυτοαπασχολούμενοί του κατέγραψαν ποσοστό εργασίας 59,6% ενώ οι μισθωτοί, ποσοστό 4%. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Ε.Ε. εν συνόλω, κατέγραψε αντίστοιχα ποσοστά της τάξεως του 43,8% για τους αυτοαπασχολούμενους και 3,8% ως προς τους μισθωτούς.
Ως προς το δείκτη που αναφέρεται στην αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων (εξαιρουμένων των ατόμων που κάνουν την πρακτική τους), το έτος 2018 η Ελλάδα σημείωσε ποσοστό 19,65%, παρουσιάζοντας πτώση από το 2014, γεγονός που την κατέταξε στην 9η μεγαλύτερη θέση συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ενώ η Ε.Ε. συνολικά είχε αντιστοίχως ποσοστό της τάξεως του 15,22%.
Συνοψίζοντας, για τα αναφερόμενα έτη, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων αξιολογεί την εργασία του ως μέτρια, ενώ σημαντική εμφανίζεται και η διαφορά των ωρών εργασίας μεταξύ αφενός των μισθωτών και αφετέρου των αυτοαπασχολούμενων εργαζομένων. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι η Ελλάδα κατατάχθηκε σχετικώς υψηλά ως προς την αναλογία των χαμηλόμισθων εργαζομένων προς το σύνολο των εργαζομένων της. Στο επόμενο τεύχος που θα δημοσιευθεί στις 5 Μαΐου θα αναλυθεί η κοινωνική παράμετρος της Ισότητας των Φύλων ως παράγοντας της Ποιότητας Ζωής στην Ε.Ε..

Issue II

Στο τεύχος αυτό θα αναλυθεί ο παράγοντας της Ισότητας των Φύλων με έμφαση στον πυλώνα της εργασίας και παράλληλη εξέταση κάποιων κοινωνικών φαινομένων. Πιο αναλυτικά, θα αναλυθεί η διαφορά μεταξύ της απασχόλησης ανάμεσα στα δύο φύλα, η πιθανότητα ενός νοικοκυριού που αποτελείται από μια γυναίκα να αντεπεξέλθει σε απρόοπτες δαπάνες σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα, τα ποσοστά ανεργίας ανά φύλο όπως και η πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης ανά φύλο. Η εξεταζόμενη περίοδος περιλαμβάνει τα έτη 2015 με 2020 και αναλύονται τα δεδομένα τόσο της Ελλάδας, όσο και των υπολοίπων κρατών μελών της Ε.Ε.
Το 2020, η Ελλάδα κατέγραψε στον δείκτη που αφορά το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων (Gender Employment Gap) 19,4%, δηλαδή την δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων στην Ένωση. Παράλληλα, στο σύνολο της Ε.Ε. υπήρξε ανομοιογένεια στα αποτελέσματα του εν λόγου δείκτη, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 1,7% στην Λιθουανία έως 19,7% στην Ιταλία. Στο σύνολο της Ένωσης, ο εν λόγω δείκτης το 2020 ήταν 11%, παρουσιάζοντας μια ελαφριά μείωση για δεύτερο συναπτό έτος. Από το 2015 έως το 2020, κατά μέσο όρο το ποσοστό στον δείκτη που αφορά το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων (Gender Employment Gap) έχει μειωθεί οριακά στο σύνολο των κρατών της Ένωσης κατά 0,45%, με τις πιο αξιοσημείωτες μειώσεις να είναι η Μάλτα και το Λουξεμβούργο, όπου το εν λόγω ποσοστό μειώθηκε κατά 9% και 4,6%, αντιστοίχως.
Ο δείκτης αδυναμίας αντιμετώπισης απρόοπτων οικονομικών εξόδων ανά τύπο νοικοκυριού (Inability to face unexpected financial expenses by type of household), αναδεικνύει την πιθανότητα ενός νοικοκυριού που αποτελείται από μια γυναίκα να αντεπεξέλθει σε απρόοπτες δαπάνες σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα. Για το 2020 δεν υπάρχουν την στιγμή της συγγραφής δεδομένα για το κράτος της Ιταλίας. Για το σύνολο της Ε.Ε. το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στην Πορτογαλία με 42,14% (όπου για τα νοικοκυριά που αποτελούνται από άντρες το ποσοστό ανερχόταν στο 31,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που αποτελούνται από γυναίκες το ποσοστό ανερχόταν στο 45,2%) και το μικρότερο στην Γερμανία με -4,73% (με 46,5% για τα νοικοκυριά που αποτελούνταν από άντρες και με 44,3% για τα νοικοκυριά που αποτελούνταν από γυναίκες), δηλαδή ένα νοικοκυριό που αποτελείται από έναν άντρα είναι λιγότερο πιθανό να ανταποκριθεί σε απρόοπτες δαπάνες, σε σχέση με ένα νοικοκυριό που αποτελείται από μια γυναίκα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το 2020, ο εν λόγω δείκτης βρέθηκε στο 22,4% κατατάσσοντάς την στην 12η θέση στο σύνολο της Ένωσης.
Η πιθανότητα μια γυναίκα να μην εργάζεται σε σχέση με έναν άντρα, το 2020, στην Ελλάδα ήταν 45,59%. Παρά την πτωτική πορεία του εν λόγω δείκτη από το 2018 η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ένωση. Στο σύνολο της E.E., το 2020, μια γυναίκα είναι 8,82% πιο πιθανό να μην εργάζεται σε σχέση με έναν άντρα, με δέκα κράτη όμως να έχουν αρνητική την εν λόγω πιθανότητα. Παράλληλα, η πιθανότητα μια γυναίκα να εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης στην Ελλάδα σε σχέση με έναν άντρα ήταν 84,21%. Η πιθανότητα αυτή ήταν η τετάρτη μεγαλύτερη στην Ένωση, πίσω μόνο από την Ισπανία, την Ιταλία και την Λετονία. Στο σύνολο της Ε.Ε., το 2020, το ποσοστό ήταν 37,29%.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα τα έτη 2019 και 2020 βρέθηκε σε συγκριτικά χαμηλότερες θέσεις από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δείχνοντας όμως κάποια σημάδια βελτίωσης στους εξεταζόμενους δείκτες. Στο επόμενο τεύχος του «Infographics Project – Quality of Life» θα εξεταστούν γενικοί δείκτες που επηρεάζουν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της Ένωσης. Το επόμενο τεύχος αναμένεται να δημοσιευθεί στις 2 Ιουνίου.

Next Issue In

2022/06/02 10:00:00